πολυλογία

πολυλογία
η
1) многословие; пустословие; болтливость; 2) болтовня

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πολυλογία" в других словарях:

  • πολυλογία — πολυλογίᾱ , πολυλογία loquacity fem nom/voc/acc dual πολυλογίᾱ , πολυλογία loquacity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυλογίᾳ — πολυλογίαι , πολυλογία loquacity fem nom/voc pl πολυλογίᾱͅ , πολυλογία loquacity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυλογία — η, ΝΜΑ [πολύλογος] το να λέει κανείς πολλά να μιλάει συνεχώς ή να αναφέρει περιττά πράγματα, η φλυαρία (α. «μέ ζάλισε με την πολυλογία του» β. «ἐκ πάντων τούτων ἡ πολυλογία συνελέγετο αὐτῷ», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • πολυλογία — η το να λέει κανείς πολλά, η φλυαρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυλογίας — πολυλογίᾱς , πολυλογία loquacity fem acc pl πολυλογίᾱς , πολυλογία loquacity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυλογίαι — πολυλογία loquacity fem nom/voc pl πολυλογίᾱͅ , πολυλογία loquacity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυλογίαν — πολυλογίᾱν , πολυλογία loquacity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυλογιῶν — πολυλογία loquacity fem gen pl πολυλογίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυλογίαις — πολυλογία loquacity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LITANIA — rogatio, supplicatio: Sed praeterea publicae supplicationis genus est, quâ Dei misericordia ex sollenni more ardentius imploratur. Indicebantur olim graviquovis imminente discrimine, quandoque ad impertandam camporum benedictionem, ne tactis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μακρολόγος — ο (Α μακρολόγος, ον) 1. αυτός που μιλά διεξοδικά, με πολυλογία, με μακρηγορία 2. απεραντολόγος, πολυλογάς. επίρρ... μακρολόγως (Α) 1. λεπτομερώς, διεξοδικά 2. με πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + λόγος*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»